- παραιτούμαι
- ΑΜ παραιτοῡμαι, -έομαι, ΝΜΑ [αιτούμαι]νεοελλ.αφήνω, εγκαταλείπω κάτι στην τύχη του, τό παραμελώ, δεν ενδιαφέρομαι γι' αυτό2. φρ. «έχε με παραιτημένο» — άφησε με ήσυχο, μην μέ ενοχλείςνεοελλ.-μσν.υποβάλλω παραίτηση, εγκαταλείπω με τη θέλησή μου θέση, αξίωμα ή δικαίωμααρχ.1. ζητώ κάτι ως χάρη από κάποιον2. ζητώ και παίρνω άδεια από κάποιον3. πείθω κάποιον με παρακλήσεις4. ικετεύω, παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι ή να φροντίσει ώστε να γίνει κάτι5. αποτρέπω με ικεσία, αποκρούω, αποποιούμαι («τὴν ὀργήν τὴν ὑμετέραν παραιτεῑται», Αισχύλ.)6. ζητώ να δοθεί χάρη σε κάποιον, ζητώ την απαλλαγή του από τιμωρία7. ικετεύω, παρακαλώ για την ζωή μου8. ζητώ συγγνώμη9. αποφεύγω, αποστέργω κάτι10. (σχετικά με γυναίκα) χωρίζομαι από αυτήν («παραιτοῡμαι γυναίκα», Πλούτ.)11. διώχνω κάποιον, απωθώ, αποβάλλω («παραιτούμαι ικέτην», Διογ. Λαέρ.)12. (για φάρμακα) καταπραΰνω, ανακουφίζω.
Dictionary of Greek. 2013.